φύσημα
Προφορά
Ετυμολογία
φύσημα αρχαία ελληνική φύσημα
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το φύσημα
✦ η ενέργεια και το αποτέλεσμα του φυσώ
✦ πνοή ανέμου |(ιατρ.) ήχος που γίνεται αντιληπτός κατά την ακρόαση οργάνων του σώματος, και αποτελεί ένδειξη νόσου
✦ φρ. πήρε φύσημα, απολύθηκε από τη δουλειά του ή μετατέθηκε
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–