φύλο
Προφορά
Ετυμολογία
φύλο αρχαία ελληνική φῦλον
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το φύλο
✦ το γένος ανθρώπου ή ζώου, αρσενικό ή θηλυκό
✦ ασθενές φύλο, το θηλυκό φύλο, οι γυναίκες – ισχυρό φύλο, το αρσενικό φύλο, οι άνδρες – το ωραίο φύλο, οι γυναίκες
✦ σύνολο ανθρώπων με κοινά εθνολογικά ή ανθρωπολογικά γνωρίσματα
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–