φτερό
Προφορά
Ετυμολογία
φτερό μεσαιωνική ελληνική φτερόν
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το φτερό
✦ καθένα από τα κεράτινα στελέχη με τριχοειδείς αποφύσεις, που καλύπτουν το σώμα των πουλιών
✦ φτερούγα
✦ φρ. κάνω φτερά, (ιδ. μτφ.) εξαφανίζομαι – του κόπηκαν τα φτερά, έχασε το θάρρος ή τα στηρίγματά του – στο φτερό, κατά την πτήση, στον αέρα· (κ. μτφ.) γρήγορα, στα πεταχτά
✦ βεντάλια από φτερά
✦ ξεσκονιστήρι από φτερά
✦ τμήμα του αμαξώματος αυτοκινήτου, καμπύλο κάλυμμα πάνω από τον τροχό αυτοκινήτου, ποδηλάτου κτλ.
✦ καθένα από τα τμήματα αεροσκάφους που προεξέχουν από τα πλάγια, και το υποστηρίζουν στον αέρα: το φτερό του αεροπλάνου
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–