φροντιστήριο
Προφορά
Ετυμολογία
φροντιστήριο αρχαία ελληνική φροντιστήριον
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το φροντιστήριο
✦ σπουδαστήριο, εκπαιδευτήριο
✦ ιδ. η προπαρασκευαστική σχολή για μαθητές ή φοιτητές
✦ ειδικό πανεπιστημιακό μάθημα για εξέταση και εφαρμογή των όσων έχουν διδαχθεί
✦ αποθήκη ή γραφείο του φροντιστή θεάτρου
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–