φουλ


φουλ
Προφορά

Ετυμολογία
φουλ └αγγλ┘full

Ερμηνεία
επίθετο
άκλιτο┘ φουλ

✦ γεμάτος, πλήρης: φρ. στο φουλ, στο μέγιστο της προσπάθειας
✦ συνδυασμός τριών όμοιων τραπουλόχαρτων με άλλα δύο όμοια στο παιχνίδι του πόκερ

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.