αντισφαίριση
Προφορά
Ετυμολογία
αντισφαίριση αρχαία ελληνική ρ. ἀντισφαιρίζω
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η αντισφαίριση
✦ αγωνιστικό παιχνίδι που παίζεται από δύο ή τέσσερις παίκτες οι οποίοι εκσφενδονίζουν με ρακέτες μικρή ελαστική μπάλα προς τον αντίπαλο πάνω από τεντωμένο δίχτυ: πρωτάθλημα – όμιλος αντισφαιρίσεως Διεθνής όρος: τένις
✦ επιτραπέζια αντισφαίριση, παιχνίδι που παίζεται όπως το τένις με ρακέτες και μπαλάκι, πάνω σε τραπέζι που φέρει δίχτυ τεντωμένο εγκαρσίως, το πίνγκ πόνγκ
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–