αντίστροφος
Προφορά
Ετυμολογία
αντίστροφος αρχαία ελληνική ἀντίστροφος
Ερμηνεία
└επίθετο┘ αντίστροφος -η, -ο
✦ ο αντίθετος, που έχει την αντίθετη διεύθυνση ή διάταξη
✦ ο γυρισμένος προς τα πίσω ή ανάποδα
✦ ποσά αντίστροφα ή αντιστρόφως (αντίστροφα) ανάλογα, ποσά που όταν το ένα πολλαπλασιασθεί επί κάποιον αριθμό το άλλο διαιρείται δια του ίδιου αριθμού
✦ κ. για έννοιες και σχέσεις που συνδέονται με τέτοια σχέση: η ελευθερία είναι πάντοτε μια σχέση αντίστροφα ανάλογη ανάμεσα στον πλούτο των υλικών αγαθών και στον πλούτο της ψυχής (Οδ. Ελύτης)
✦ φρ. αντίστροφη μέτρηση, η φρ. για να δηλώσει κλιμακωτή, καθοδική πορεία προς ένα τέλος (συν. με αρνητ. σημ.): η αντίστροφη μέτρηση για την επιχείρηση άρχισε, όταν η τράπεζα απαίτησε την εξόφληση των δανείων
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
αντίστροφα (Κ αντιστρόφως)