αντισηπτικός
Προφορά
Ετυμολογία
αντισηπτικός αντί + σηπτικός
Ερμηνεία
└επίθετο┘ αντισηπτικός -ή, -ό
✦ που καταπολεμά τη σήψη, που προλαβαίνει την εμφάνιση σηπτικών φαινομένων: αντισηπτικά φάρμακα (χημικές ουσίες που καταστρέφουν τους μικροοργανισμούς)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
αντισηπτικά (Κ αντισηπτικώς)