αντιπρόσωπος
Προφορά
Ετυμολογία
αντιπρόσωπος αρσ. και └θηλ┘ του αρχαίου ελληνικού επιθ. ἀντιπρόσωπος
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό ή θηλυκό┘ ο, η αντιπρόσωπος
✦ αυτός που ενεργεί με εντολή και για λογαριασμό κάποιου, πληρεξούσιος
✦ εμπορικός αντιπρόσωπος, αυτός που μετά από εντολή και για λογαριασμό τρίτων προβαίνει σε αγορές ή πωλήσεις προϊόντων
✦ αντιπρόσωπος του λαού, βουλευτής, γερουσιαστής
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–