φαντασιόπληκτος
Προφορά
Ετυμολογία
φαντασιόπληκτος φαντασία + πλήττω
Ερμηνεία
φαντασιόπληκτος
✦ κ. φαντασιόπληχτος, -η, -ο επίθ. (Κ -κτος, -ον) που φαντάζεται πράγματα αδύνατα ή ανύπαρκτα, φαντασιοκόπος
✦ ιδιότροπος, παράξενος
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–