φανάρι
Προφορά
Ετυμολογία
φανάρι μεσαιωνική ελληνική φανάριον, υποκοριστικό του αρχαίου ελληνικού φανός
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το φανάρι
✦ σκεύος φωτισμού, συν. υαλόφρακτο ή με πλευρές από διαφανές υλικό, στο οποίο υπάρχει λυχνία, κερί ή άλλη φωτιστική πηγή, φανός
✦ φωτιστική συσκευή στο μπροστινό και πίσω μέρος οχήματος
✦ φωτεινός σηματοδότης που ρυθμίζει την κυκλοφορία οχημάτων
✦ φάρος
✦ φρ. κρατάει φανάρι, βοηθά κάποιον στις ερωτικές του επιχειρήσεις – φως φανάρι, ολοφάνερα
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–