αντιπαροχή
Προφορά
Ετυμολογία
αντιπαροχή αντιπαρέχω
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η αντιπαροχή
✦ ανταπόδοση παροχής, αμοιβαία παροχή
✦ (ειδ.) σύμβαση μεταξύ οικοπεδούχου και εργολήπτη, σύμφωνα με την οποία ο δεύτερος αναλαμβάνει την οικοδόμηση πολυώροφου κτιρίου παρέχοντας στον πρώτο αντί πληρωμής του οικοπέδου, ορισμένα ποσοστά του οικοδομήματος
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–