υποκατάσταση
Προφορά
Ετυμολογία
υποκατάσταση μεταγενέστερη ελληνική ὑποκατάστασις
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η υποκατάσταση
✦ αναπλήρωση, αντικατάσταση προσώπου ή πράγματος
✦ (χημ.) αντικατάσταση ατόμου ή ομάδας ατόμων σε μια χημική ένωση από άλλο άτομο ή ομάδα
✦ (γλωσσολ.) διαδικασία κατά την οποία ένα στοιχείο της γλώσσας αντικαθίσταται από ένα άλλο
✦ (οικον.) αντικατάσταση ενός προϊόντος από ένα άλλο που παρουσιάζει παρόμοιες ιδιότητες
✦ (ψυχολ.) διαδικασία κατά την οποία ένα άτομο αντικαθιστά μη αποδεκτά συναισθήματα, μη εφικτούς σκοπούς με άλλα πραγματοποιήσιμα ή αποδεκτά
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–