υποδοχέας


υποδοχέας
Προφορά

Ετυμολογία
υποδοχέας μεταγενέστερη ελληνική ὑποδοχεύς

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο υποδοχέας

✦ μέρος μηχανήματος ή κατασκευάσματος προορισμένο να δέχεται άλλο όργανο ή τμήμα, υποδοχή
✦ χώρος ή δοχείο στο οποίο αποστάζουν και συγκεντρώνονται υγρά ή άλλες ύλες

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.