αντιπαραβάλλω
Προφορά
Ετυμολογία
αντιπαραβάλλω αντί + παραβάλλω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ αντιπαραβάλλω
✦ εξετάζω κάτι συγκρίνοντάς το, παραβάλλοντάς το με άλλο: σκοπός μου δεν ήταν ν’ αντιπαραβάλω αισθητικές θεωρίες (Γ. Σεφέρης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–