αντιμονοπωλιακός
Προφορά
Ετυμολογία
αντιμονοπωλιακός αντί + μονοπωλιακός• μετάφραση του └αγγλ┘όρου antitrust
Ερμηνεία
└επίθετο┘ αντιμονοπωλιακός -ή, -ό
✦ ο εναντίον των μονοπωλίων, που δεν ευνοεί τα μονοπώλια: αντιμονοπωλιακός νόμος
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–