υδρόθειο
Προφορά
Ετυμολογία
υδρόθειο ύδωρ + θείον
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το υδρόθειο
✦ (χημ.) αέριο εύφλεκτο, δύσοσμο και δηλητηριώδες, που περιέχεται στα αέρια των θειούχων πηγών, παράγεται δε και κατά τη σήψη ζωικών και φυτικών ουσιών
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–