υβρίδιο
Προφορά
Ετυμολογία
υβρίδιο └γαλλ┘ hybride
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το υβρίδιο
✦ το αποτέλεσμα της διασταύρωσης ανάμεσα σε γενετικά ανόμοια ζώα ή φυτά
✦ (γλωσσολ.) λέξη σύνθετη της οποίας τα συνθετικά μέρη προέρχονται από διαφορετικές γλώσσες (π.χ. υπερρεαλισμός)
✦ οτιδήποτε αποτελείται από δύο ή περισσότερα στοιχεία διαφορετικής φύσης, από δύο ή περισσότερα γένη, ρυθμούς, σύνολα κτλ.
✦ η λ. ως χαρακτηρισμός για σύγγραμμα ή λογοτεχνικό έργο στο οποίο συμφύρονται ετερογενή στοιχεία
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–