υάλωμα
Προφορά
Ετυμολογία
υάλωμα μεσαιωνική ελληνική ὑάλωμα
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το υάλωμα
✦ το σύνολο των γυάλινων μερών κτιρίου
✦ υαλογράφημα
✦ υαλοβερνίκωμα
✦ (κτηνιατρ.) πάθηση των οφθαλμών του αλόγου, όπως το γλαύκωμα |(ιατρ.) είδος σπάνιας δερματοπάθειας που χαρακτηρίζεται από σχηματισμό διαφανών ογκιδίων
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–