τσιμούχα
Προφορά
Ετυμολογία
τσιμούχα └ιταλ┘cimosa (= ούγια)
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η τσιμούχα
✦ άκρη υφάσματος, ούγια
✦ μακριά λουρίδα από άκρη υφάσματος
✦ κατασκεύασμα από λεπτό φελλό, χαρτόνι κτλ., που μπαίνει ανάμεσα σε μεταλλικές επιφάνειες μηχανής, για να μην τρίβονται
✦ (μτφ. ) γυναίκα αδύνατη και άσχημη
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–