τσιγαρίζω


τσιγαρίζω
Προφορά

Ετυμολογία
τσιγαρίζω μεσαιωνική ελληνική τσιγαρίζω

Ερμηνεία
ρήμα τσιγαρίζω

✦ ψήνω σιγά σιγά σε καυτό λίπος, καβουρντίζω
(μτφ. ) βασανίζω, ταλαιπωρώ

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.