τσακώνω
Προφορά
Ετυμολογία
τσακώνω κατά Ανδριώτη, μεσαιωνική ελληνική τσακώνω, ίσως από το μεσαιωνική ελληνική τσακί(ον) (= σουγιάς)• κατά Μ. Φιλήντα, από το ψακώνω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ τσακώνω
✦ παγιδεύω, συλλαμβάνω: τους μπλοκάρανε και τους τσακώσανε ζωντανούς (Διδώ Σωτηρίου)
✦ πιάνω κάποιον να κάνει κάτι κακό: τον τσάκωσαν την ώρα που έκλεβε
✦ (παθ.) τσακώνομαι, φιλονικώ, διαπληκτίζομαι: τσακώθηκαν για τα περιουσιακά
✦ φρ. είμαι τσακωμένος, είμαι δυσαρεστημένος με κάποιον, μάλωσα, δε μιλιέμαι
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–