τσακάλι


τσακάλι
Προφορά

Ετυμολογία
τσακάλι └τουρκ┘cakal, ινδ. αρχής

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το τσακάλι

✦ είδος σαρκοφάγου ζώου
(μτφ. ) άνθρωπος σκληροτράχηλος

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.