τοτέμ
Προφορά
Ετυμολογία
τοτέμ └γαλλ┘ totem, από τη γλώσσα των ιθαγενών της Β. Αμερικής
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└άκλιτο┘ το τοτέμ
✦ ζώο, φυτό, αντικείμενο ή φυσικό φαινόμενο που θεωρείται, από πρωτόγονους λαούς, ότι συγγενεύει μυστηριακά με άτομο ή άτομα, τα οποία και προστατεύει
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–