τομέας
Προφορά
Ετυμολογία
τομέας αρχαία ελληνική τομεύς
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο τομέας
✦ περιοχή, τμήμα έργου ή υπηρεσίας
✦ πεδίο έρευνας, δραστηριότητας κτλ.
✦ (στρατ.) εδαφική έκταση αμυντικά οργανωμένη
✦ (μαθημ.) κυκλικός τομέας, το μέρος του κύκλου που περιλαμβάνεται ανάμεσα σε δύο ακτίνες και το αντίστοιχο τόξο
✦ (ανατομ.) καθένα από τα τέσσερα μπροστινά δόντια κάθε σαγονιού
Συνώνυμα
κοπτήρας
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–