τερματικό


τερματικό
Προφορά

Ετυμολογία
τερματικό μετάφραση του └αγγλ┘όρου terminal

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το τερματικό

✦ περιφερειακή μονάδα σε ηλεκτρονικό μηχανογραφικό σύστημα, αποτελούμενη από συσκευή με πληκτρολόγιο και οθόνη, απ’ όπου δίνονται οι εντολές στην κεντρική μνήμη για αποθήκευση και ανάκληση στοιχείων
✦ το σημείο στο οποίο συνδέονται οι γραμμές ενός ηλεκτρικού κυκλώματος, τηλεφωνικές γραμμές κτλ

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.