ταχτικός
Προφορά
Ετυμολογία
ταχτικός αρχαία ελληνική τακτικός
Ερμηνεία
ταχτικός
✦ κ. ταχτικός, -ή, -ό επίθ. (Κ -ή, -όν) που γίνεται με ορισμένη τάξη ή τρόπο και σε ορισμένο χρόνο
✦ ο σταθερά ή κατά συνήθεια επαναλαμβανόμενος
✦ ο συνεπής στα καθήκοντα, τις υποχρεώσεις του
✦ μόνιμος: τακτικός υπάλληλος – καθηγητής
✦ (γραμμ.) τακτικά αριθμητικά, αριθμητικά επίθετα που φανερώνουν τη θέση που παίρνει το προσδιοριζόμενο ουσιαστικό σε μια σειρά από όμοιά του· π.χ. ο Ιανουάριος είναι ο πρώτος μήνας – πήρε το δεύτερο βραβείο
✦ τακτικός στρατός, ο οργανωμένος, με κανονική διοίκηση κτλ.
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
έκτακτος ,άτακτος
Επιρρήματα
τακτικά (Κ τακτικώς), με την ορισμένη ή πρέπουσα τάξη, ανελλιπώς, συχνά