ταξίμετρο


ταξίμετρο
Προφορά

Ετυμολογία
ταξίμετρο └γαλλ┘ taximetre

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το ταξίμετρο

✦ (Κ ταξίμετρον) όργανο στα ταξί, όπου αναγράφεται το ποσό που πρέπει να πληρωθεί σε κάθε διαδρομή ανάλογα με την διανυθείσα απόσταση

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.