τακάκι
Προφορά
Ετυμολογία
τακάκι υποκορ. του τάκος
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το τακάκι
✦ τάκος (βλ. λ.)
✦ (τεχνολ.) τμήμα του δισκόφρενου οχήματος που αποτελείται από υλικό με υψηλό συντελεστή τριβής: όταν πατάμε φρένο, τα τακάκια πιέζουν την επιφάνεια του δίσκου
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–