σφραγίζω
Προφορά
Ετυμολογία
σφραγίζω αρχαία ελληνική σφραγίζω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ σφραγίζω
✦ επιθέτω σφραγίδα σε έγγραφο ή άλλο υλικό
✦ κλείνω κάτι καλά: σφραγίζω το γράμμα
✦ (οδοντιατρ.) φράζω το άνοιγμα τερηδονισμένου δοντιού
✦ (μτφ. ) χαρακτηρίζω, καθορίζω με τη δράση ή το έργο μου μια περίοδο, εποχή κτλ.: τα έργα, οι εκφράσεις των δυο αυτών ανθρώπων έχουν σφραγίσει τον αιώνα μας (Γ. Σεφέρης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–