σύντριμμα
Προφορά
Ετυμολογία
σύντριμμα αρχαία ελληνική σύντριμμα
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το σύντριμμα
✦ θραύσμα, κομμάτι από σπάσιμο: όλα τ’ αγάλματα μπροστά σε κάθε σπίτι, σε κάθε διασταύρωση! Κείτονται σπασμένα! Συντρίμματα (Άγγ. Βλάχος)
✦ (κυριολ. κ. μτφ.) ερείπιο
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–