αβλαβής
Προφορά
Ετυμολογία
αβλαβής αρχαία ελληνική ἀβλαβής
Ερμηνεία
└επίθετο┘ αβλαβής -ής, -ές
✦ ο σώος, που δεν έχει πάθει βλάβη, ακέραιος
✦ (ενεργ.) που δεν προκαλεί βλάβη, δεν βλάπτει: αβλαβείς ουσίες
Συνώνυμα
άβλαπτος, αλώβητος, ανέγγιχτος ,ακίνδυνος
Αντίθετα
βλαμμένος, χαλασμένος ,βλαβερός, επιβλαβής, βλαπτικός
Επιρρήματα
αβλαβώς