αντασφάλιση


αντασφάλιση
Προφορά

Ετυμολογία
αντασφάλιση αντασφαλίζω

Ερμηνεία
αντασφάλιση

✦ σύμβαση μεταξύ ασφαλιστών με την οποία μέρος των υποχρεώσεων του ενός μεταβιβάζεται στον άλλον

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.