συμποσούμαι


συμποσούμαι
Προφορά

Ετυμολογία
συμποσούμαι μεταγενέστερη ελληνική συμποσόω -ῶ

Ερμηνεία
συμποσούμαι

✦ -ούσαι, -ούται ρ. (εύχρ. στο γ΄ εν. κ. πληθ. πρόσ.) ανέρχομαι σε τόσο ποσό, είμαι συνολικά: όλοι όλοι οι οπαδοί του συμποσούνται σε μερικές εκατοντάδες

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.