συμπαραγωγός
Προφορά
Ετυμολογία
συμπαραγωγός συμπαράγω
Ερμηνεία
συμπαραγωγός
✦ ουσ. κ. επίθ. αυτός που μαζί με άλλον ή άλλους παράγει ένα προϊόν
✦ ειδ. για καλλιτεχνικές δημιουργίες: οι συμπαραγωγοί του έργου
✦ (κ. ως επίθ.): συμπαραγωγός εταιρεία
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–