στολίδωση


στολίδωση
Προφορά

Ετυμολογία
στολίδωση αρχαία ελληνική στολίς

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η στολίδωση

✦ (γεωλ.) η από την προϊούσα ψύξη πτύχωση του φλοιού της γης

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.