στλεγγίδα


στλεγγίδα
Προφορά

Ετυμολογία
στλεγγίδα αρχαία ελληνική στλεγγίς

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η στλεγγίδα

✦ όργανο ξέσεως χρήσιμο, κατά την αρχαιότητα, για τον καθαρισμό του σώματος των αθλουμένων ύστερα από επάλειψη με λάδι
✦ (γεν.) κάθε όργανο που αποξύνει, ξύστρα: καθάρισε το άλογο με τη στλεγγίδα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.