στερεογραφόμετρο
Προφορά
Ετυμολογία
στερεογραφόμετρο στερεογραφία + μέτρον
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το στερεογραφόμετρο
✦ όργανο για τον υπολογισμό σφαιρικής επιφάνειας της οποίας έχει δοθεί η στερεογραφική προβολή
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–