στένωση


στένωση
Προφορά

Ετυμολογία
στένωση μεταγενέστερη ελληνική στένωσις

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η στένωση

✦ ελάττωση του πλάτους, στένεμα |(ιατρ.) ελάττωση της διαμέτρου αγγείου ή πόρου

Συνώνυμα

Αντίθετα
πλάτυνση
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.