στεγνώνω
Προφορά
Ετυμολογία
στεγνώνω μεταγενέστερη ελληνική στεγνῶ
Ερμηνεία
└ρήμα┘ στεγνώνω
✦ κάνω κάτι στεγνό, ξερό, αφαιρώ την υγρασία
✦ (αμτβ.) αποβάλλω την υγρασία, γίνομαι στεγνός, ξερός
✦ φρ. στέγνωσε η γλώσσα μου, μίλησα πάρα πολύ – στέγνωσε το στόμα μου – τα χείλη μου, από τη δίψα αισθάνομαι ξερό το στόμα μου – στέγνωσαν τα μάτια μου, έκλαψα πάρα πολύ και δεν μπορώ να κλάψω άλλο
✦ (μτφ. ) απομένω χωρίς ικμάδα, χωρίς αισθήματα: έχει στεγνώσει η ψυχή του
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–