σταχανοφισμός
Προφορά
Ετυμολογία
σταχανοφισμός Σταχάνοφ, όν. Ρώσου εργάτη
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο σταχανοφισμός
✦ σύστημα ορθολογιστικής εργασίας, για αύξηση της αποδόσεως πέρα από τη συνήθη εργατική νόρμα, που εφαρμόστηκε στα σοσιαλιστικά κράτη
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–