σπορά


σπορά
Προφορά

Ετυμολογία
σπορά αρχαία ελληνική σπορά

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η σπορά

✦ το σκόρπισμα των σπόρων στη γη για να βλαστήσουν, σπάρσιμο
✦ η εποχή κατά την οποία σπέρνονται τα σιτηρά
(μτφ. ) απόγονος, γενιά

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.