σπινθήρας
Προφορά
Ετυμολογία
σπινθήρας αρχαία ελληνική σπινθήρ
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο σπινθήρας
✦ εκσφενδονιζόμενο μόριο πυρακτωμένης ύλης, η σπίθα
✦ (ηλεκτρ.) ένωση ετερώνυμων ηλεκτρικών φορτίων που συνοδεύεται από λάμψη και κρότο
✦ (μτφ. ) αρχική αιτία ιδ. επαναστατικού γεγονότος
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–