σπίθα
Προφορά
Ετυμολογία
σπίθα σπιθίζω (υποχωρητ.)
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η σπίθα
✦ μόριο πυρακτωμένης ύλης που εκσφενδονίζεται από φωτιά ή από συγκρουόμενα σώματα, σπινθήρας
✦ (μτφ. ) στιγμιαία διανοητική αναλαμπή
✦ (μτφ. ) αρχή, αιτία γεγονότος ή κατάστασης
✦ (για πρόσ.) πολύ έξυπνος
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–