ανόθευτος


ανόθευτος
Προφορά

Ετυμολογία
ανόθευτος αρχαία ελληνική ἀνόθευτος

Ερμηνεία
επίθετο┘ ανόθευτος -η, -ο

✦ που δε νοθεύτηκε

Συνώνυμα
γνήσιος, αγνός, καθαρός
Αντίθετα
νοθευμένος
Επιρρήματα
ανόθευτα (Κ ανοθεύτως)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.