σκωληκοειδής


σκωληκοειδής
Προφορά

Ετυμολογία
σκωληκοειδής αρχαία ελληνική σκωληκοειδής

Ερμηνεία
επίθετο┘ σκωληκοειδής -ής, -ές

✦ όμοιος με σκουλήκι
✦ (ανατομ.) σκωληκοειδής απόφυση, απόφυση του τυφλού εντέρου που μοιάζει με σκουλήκι

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.