σκύβαλο
Προφορά
Ετυμολογία
σκύβαλο μεταγενέστερη ελληνική σκύβαλον
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το σκύβαλο
✦ ό,τι απομένει από το καθάρισμα δημητριακών
✦ (γεν.) σκουπίδι, σαρίδι
✦ (μτφ. ) άνθρωπος τιποτένιος
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–