σκοτίζω
Προφορά
Ετυμολογία
σκοτίζω μεταγενέστερη ελληνική σκοτίζω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ σκοτίζω
✦ κάνω κάτι σκοτεινό
✦ (μτφ. ) θολώνω το μυαλό: τον σκότισε το κρασί
✦ (μτφ. ) ενοχλώ, ζαλίζω, γίνομαι φορτικός: φρ. μη με σκοτίζεις
✦ (μέσ.) σκοτίζομαι, ενδιαφέρομαι για κάτι που μου προκαλεί σύγχυση, στενοχώρια, νοιάζομαι, αγωνιώ: δε μοιάζει να σκοτίζεται για πολλά πράγματα (Γ. Σεφέρης)
✦ ζαλίζομαι, πονοκεφαλιάζω: δε βλέπω γιατί πρέπει να σκοτίζομαι και να πονοκεφαλιάζω για τούτο και για τ’ άλλο (Διδώ Σωτηρίου)
✦ φρ. σκοτίστηκα, πολύ που με νοιάζει, αδιαφορώ
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
φωτίζω
Επιρρήματα
–