σκαμνί
Προφορά
Ετυμολογία
σκαμνί μεσαιωνική ελληνική σκαμνί(ο)ν, υποκοριστικό του σκάμνον
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το σκαμνί
✦ απλό, ξύλινο κάθισμα χωρίς ερεισίνωτο
✦ εδώλιο για τους κατηγορουμένους: φρ. θα σε καθίσω στο σκαμνί, θα σε πάω στα δικαστήρια
Συνώνυμα
σκαμπό
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–