ανίκανος
Προφορά
Ετυμολογία
ανίκανος μεταγενέστερη ελληνική ἀνίκανος
Ερμηνεία
└επίθετο┘ ανίκανος -η, -ο
✦ όχι ικανός για κάτι
✦ (ειδ.) ακατάλληλος για στρατιωτική υπηρεσία
✦ όχι ικανός για συνουσία: η γυναίκα του… βεβαίωνε ότι ήταν ανίκανος, γιατί είχε να την πλησιάσει δέκα τόσα χρόνια (Γ. Σεφέρης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
ανίκανα (Κ ανικάνως)